- μισοπόλεμος
- μισοπόλεμος, -ον (Α)αυτός που μισεί τον πόλεμο, που αποστρέφεται τον πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πόλεμος (πρβλ. φιλο-πόλεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοπόλεμος — hating war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοπολεμωτάτη — μισοπόλεμος hating war fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοπόλεμε — μισοπόλεμος hating war masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek